- ἐξάνθημα
- ἐξάνθημαefflorescenceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάνθημα — το (AM ἐξάνθημα) [εξανθώ] δερματική αλλοίωση, μικρό ερυθρηματώδες έλκος, πληγή αρχ. μσν. άνθος («ἀκάνθης λευκὸν ἐξάνθημα», Ευστ.) αρχ. μτφ. τα πάθη («χρηστῆς φύσεως οἷον ἐξανθήματα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
εξάνθημα — το, ατος (ιατρ.), αλλοίωση του δέρματος, επιφάνεια ανυψωμένη και ερυθρόχρωμη η οποία μπορεί να καλύπτεται με κρούστες ή φουσκάλες που περιέχουν υγρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξανθημάτων — ἐξάνθημα efflorescence neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήμασι — ἐξάνθημα efflorescence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήμασιν — ἐξάνθημα efflorescence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήματα — ἐξάνθημα efflorescence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήματι — ἐξάνθημα efflorescence neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήματος — ἐξάνθημα efflorescence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
οστρακιά — (Ιατρ.). Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα, της ομάδας των καλούμενων εξανθηματικών νοσημάτων, εξαιτίας των χαρακτηριστικών δερματικών εξανθημάτων που τα συνοδεύουν. Είναι νόσος ενδημική στις περισσότερες περιοχές με εύκρατο κλίμα, αλλά παρουσιάζει… … Dictionary of Greek